- χάλκιος
- -ία, -ον, Α(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. χαλκοῦς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκίοικος — Επίκληση της θεάς Αθηνάς, πολιούχου της ακρόπολης της Σπάρτης. Ο εκεί ναός ήταν σκεπασμένος με χάλκινα ελάσματα. Το χάλκινο είδωλο της θεάς ήταν έργο του Γιτιάδα, που φαίνεται ότι ήταν και αρχιτέκτονας του ναού. * * * ον, Α (το θηλ. ως προσωνυμία … Dictionary of Greek
χαλκούς — ή, ούν / χαλκοῡς, ῆ, οῦν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χάλκεος, έα και ιων. τ. έη, ον, θηλ. και ος, και επικ. τ. χάλκειος, είη, ον, και ιων. τ. χαλκήϊος, ΐη, ον, και αιολ. και δωρ. τ. χάλκιος, ία, ον, Α (λόγιος τ.) χάλκινος (α. «χαλκά σκεύη» β. «χαλκέοις … Dictionary of Greek